παλιατζήδικο

παλιατζήδικο
το
κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες τού παλιατζής + κατάλ. -ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πωλούνται παλιά, ιδίως μεταχειρισμένα, αντικείμενα, παλιατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”